Κινούμενη Κυκλικά [Ιούλιος 2021]
Ξέρετε πως μπήκε η τηλεόραση στη ζωή μας. Όχι; Ούτε εγώ ξέρω. Ξέρω πως ήταν πάντα ένα ακόμα μέλος της οικογένειας μας. Πρώτα ρίχναμε ένα βλέμμα σε αυτή μπαίνοντας στην κουζίνα κι έπειτα χαιρετούσαμε τη γιαγιά ή τη μαμά ή όποιον άλλο είχε ξεμείνει στο σπίτι εκείνο το μεσημέρι. Ενίοτε κάναμε και το πρώτο μας σχόλιο κοιτώντας το καταραμένο κουτί που του δώσαμε τόση αξία λες και είχαμε εμπειρίες, αναμνήσεις, δεσμούς αίματος μαζί του. Στραβωθήκαμε από τον έρωτα και τη λατρεία που μας δημιουργούσε η κινούμενη εικόνα λες και ζούσαμε σε έναν κόσμο ακίνητο. Η λατρεία για την τηλεόραση όσο κι αν την παλεύω δεν εξηγείται εύκολα. Είναι σίγουρο πως αντιμετωπίζεται ως ένοχη απόλαυση ακόμα κι αν το πρόγραμμα είναι άκρως εκπαιδευτικό. Είναι σίγουρο πως ελλοχεύει μια ενοχή για τα μάτια που βασανίζονται εκείνη τη μικρή περίοδο του χρόνου. Ποιος δεν είχε μια θεία ή μια γιαγιά που καλησπέριζε την παρουσιάστρια του μεσημεριανού και του βραδινού δελτίου ειδήσεων; Ποιος δεν έφαγε συνταγή της τάδε πρωινής μαγείρισσας στο τάδε κανάλι. Άσε πια το άλλο. Ποιο; Οι τηλεαγορές. Έξυπνες σόμπες, κουβέρτες, κρέμες, χύτρες. Αποκαλυπτικά νέα που σκέπασαν σιγά σιγά τις κουβέντες γύρω από το τραπέζι. Η οικογένεια εναλλάξ ή και όλοι μαζί απαντούσαν στον “κουφό” άνθρωπο πίσω από το γυαλί. Ένα τέτοιο μεσημέρι νιώθω πως χαθήκαμε. Χάσαμε τις δικές μας κουβέντες, τις δικές μας στιγμές και τις μοιραστήκαμε με την παρουσιάστρια και το στυγερό έγκλημα στα Σεπόλια.
Άκου! Ακούς; Σε κάποιο σπίτι κοντινό διαφωνούν για την πορεία του Στέργιου στα αγγλικά. Ο πατέρας λέει “άσε το παιδί, ό,τι μάθει” κι η μητέρα αντικρούει “σκάλες θα καταλήξει να πλένει σαν εμένα”. Ο σκύλος, στο απέναντι τους διαμέρισμα είναι με το μέρος του Στέργιου κι οι γλάροι βγάζουν ήχους που θυμίζουν το γέλιο ενός ραδιούργου θεού που υποδέχεται τους νεκρούς στον κάτω κόσμο. Άκου πάλι, πιο προσεκτικά, συγκεντρώσου. Το ακούς; Όχι; Μα πως γίνεται να μην ακούς τον ήχο της φωνής του μουεζίνη να καλεί για προσευχή. Θα προσευχηθούμε για το Στέργιο σήμερα, να μην καταλήξει, γιατί η κατάληξη κρύβει μέσα της την εγκατάλειψη. Θα ευχηθούμε να κινείται αέναα σε όποιο χωροχρόνο θέλει. Να μη γίνει σαν εμάς, να μην καταλήξει να χαιρετάει την κοπέλα πίσω από το γυαλί, να μιλάει, να μη βάζει γλώσσα μέσα του και κώλο κάτω. Να μη χορταίνει να ρουφάει τη ζωή ως το μεδούλι. Ποτέ του να μην ερωτευτεί την τηλεόραση και ποτέ του να μην εξαρτάται από την τάση του ρεύματος.
Ακούς το πλοίο; Μπαίνει στο λιμάνι γλυκά, ΣΧΕΔΟΝ αθόρυβα. Τίποτα μέσα στη θάλασσα δεν έχει πολύ θόρυβο. Πιστεύω πως κι οι γλάροι φωνάζουν μόνο όταν μας πλησιάζουν, πιστεύω πως πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας γαληνεύουν, κι αν κάποια φορά φωνάξουν είναι που καλούν κι άλλους φίλους στη γαλήνη του γαλάζιου, όπως ο μουεζίνης στην προσευχή ή ακόμα κι ο ραδιούργος θεός του Κάτω Κόσμου που γελά ξέροντας πως οι ψυχές καταλήγουν σε μια δικής τους κατασκευής γαλήνη. Κύκλους κάνω κι εγώ όπως οι γλάροι, οι ψυχές και η θάλασσα. Κύκλους κάνουν όλα ακόμα και η ρημάδα η τηλεόραση. Συνεχίζεται σε χρόνο άγνωστο και παίζει. Όποτε και να την ανάψεις παίζει. Πάντα μπούρδες, αλλά παίζει. Δε σταματάει να παίζει. Ένας διαρκής στροβιλισμός, ένα συνεχόμενο μουρμουρητό κι ύστερα ξαφνικά, ο ήχος ανεβαίνει απότομα, ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ. Το ήξερες ότι οι διαφημίσεις παίζουν με ένταση 30% πιο πάνω από την κανονική ροή του προγράμματος; Όχι ε; Ναι! Για δύο λόγους. Ένα για να αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για διάλειμμα του προγράμματος και δύο για να καταλάβεις πως πρόκειται για διαφημιστικό περιβάλλον και να ακούσεις καθαρά αυτό που διαφημίζεται και να σπεύσεις να το προμηθευτείς, διότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην έχεις κι αυτό ή πιο σωστά η ζωή είναι πολύ δύσκολη και θα σε διευκολύνει τόσο πολύ αυτό. Κι ενώ τις περισσότερες φορές σαν έξυπνος καταναλωτής που είσαι έχεις επίγνωση πως ουδόλως δε θα διευκολυνθεί η ζωή σου με αυτό, εσύ πας, το αγοράζεις και νιώθεις και περιστασιακά ευτυχισμένος.
Θυμάσαι πέρυσι που μου πήρες δώρο εκείνο τον καθαριστή κρεμμυδιών. Όσο χρόνο γλιτώνω στο καθάρισμα των κρεμμυδιών τον χάνω στο καθάρισμα του εργαλείου. Βλέπεις, δε τον χρειαζόμασταν αυτό τον καθαριστή κι ας σφάζει τα κρεμμύδια με μαεστρία. Και μπορώ να σου πω κι άλλα, αυτό το μονότονο χράτς που κάνει καθώς πέφτει η λεπίδα σε κάθε κρεμμύδι, διόλου δε θυμίζει κουζίνα και μαγειρική. Τα άναρχα κρατς όταν ξεφλουδίζεις το κάθε κρεμμύδι με το χέρι κι ύστερα άγαρμπα βγάζεις κι ένα μαχαίρι από το συρτάρι και το εντάσσεις στον πόλεμο. Τα δάκρυα που προλαβαίνεις να χαρείς, να επικοινωνήσεις στους άλλους. Να σου πουν πάλι για τον συγχωρεμένο που ήταν καλός άνθρωπος, να το γελάσετε, να πειραχτείτε, να θυμηθείτε κάποιον ξεχασμένο σχεδόν συγγενή που έφυγε γέρος και μέθυσος. Τα παράπονα που έκανε η γυναίκα του στα τόσα χρόνια αλλά ούτε μισή μέρα δε τον άφησε μόνο, νηστικό και ασιδέρωτο. Κι όσο τα θυμόμαστε, τα γέλια και τα δάκρυα να πληθαίνουν και να μη μιλάμε πια με τον κύριο πίσω από το γυαλί αλλά μεταξύ μας. Να δημιουργούμε αναμνήσεις, εμπειρίες, να γαληνεύουμε και ν’ απολαμβάνουμε το μουεζίνη που φωνάζει ξανά. Νιώθω όσο τον ακούω πως συνοδεύει τους γλάρους, τον αγέρα που έδιωξε τη ζέστη, νιώθω πως έρχεται ένα θαύμα να συντελεστεί και οι τηλεοράσεις στα σπίτια ακόμα παίζουν και ο κυρ-Παντελής βρίζει την κυβέρνηση και τον εαυτό του που ήταν μαλακάς και τους πίστεψε. Κι εσύ ξέρεις γιατί τα λέει όλα αυτά, την ίδια κοπέλα ακούτε και της απαντάει ο ένας από τους δυό. Εσύ, σπάνια μιλάς στην κοπέλα του μεσημεριανού δελτίου, προτιμάς τον βραδινό κύριο. Μιλάς με αυτόν για πολιτική, για τον καιρό, για τα αθλητικά και σε μένα μετά εξιστορείς την κουβεντούλα σας. Μια, δυο φορές, πήγα να πω τη γνώμη μου, ένιωσα πως την εκμαίευες - λάθος έκανα. Έπειτα θύμωσα και έκανα κριτική σκληρή, γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα και ροκάνιζε τα ποδάρια από τις καρέκλες που καθόμασταν. Δεν κράτησε πολύ το ροκάνισμα - φαίνεται είχα δόντια δυνατά.
Σκεφτόμουν, όση ώρα επικοινωνούσες με τον βραδινό μας επισκέπτη στο γυαλί πως έπρεπε να έχω κάνει ένα παιδί, να το κρατούσα, λέει, μικρό για πάντα, με εκείνο να τα έλεγα όλα. Εκείνο θα ρωτούσε κι εγώ αμέσως θα απαντούσα με προθυμία και χαρά, έπειτα θα μεγάλωνε - αργά - και θα είχαμε τόσο πολύ μιλήσει, τόσα πολλά νιώσει και εκφράσει που θα ήταν σύντροφος ακριβός, σπάνιος, σημαντικός και θα γελούσαμε, θα πειραζόμασταν, θα μαλώνανε και θα μονοιάζαμε πάλι σε μια διαρκή κίνηση, σε ένα συνεχή κύκλο, όπως η κινούμενη εικόνα της τηλεόρασης σου που δε μυρίζει, δεν αγγίζεται, δεν τσακώνεται. Μόνος σου διάλεξες εκείνη για παρέα. Πως να έχω τύψεις μετά; Τύψη καμιά. Τα λέγω όλα με το σκύλο, αγκαλιαζόμαστε, τσακωνόμαστε, μυριζόμαστε. Να δεις τσακωμούς που κάνω με το Μπρούνο σαν του τραβάω από το στόμα τις κάλτσες να βάλω μπουγάδα.
Πως σκατά μπήκε στη ζωή μας η οθόνη; Κάθε φορά που ο μουεζίνης μας καλεί σε προσευχή, ο Μπρούνο του απαντάει. Άλλοτε του λέγει ότι φτιάξαμε χαλβά κι άλλοτε να δώσει χαιρετίσματα στον Αλί το γείτονας μας. Εγώ απαντάω στους γλάρους, τον μουεζίνη από τη μια δεν τον καταλαβαίνω και από την άλλη είναι άνθρωπος και φοβάμαι πως κοιτάζει οθόνες. Μια φορά να γνωριστούμε και να μου μιλήσει, τρόμος με πιάνει ότι θα μου πει καμία προσφορά που άκουσε στην τηλεόραση. Έτσι καλύτερα να τα λέω με τους γλάρους. Κράζει ο ένας σαν εκνευρισμένη θείτσα του απαντάω εγώ με έναν κακό ήχο που ούτε και ξέρω πως πλάθω, κλαίει ο άλλος σαν μωρό του απαντάω πιο παρηγορητικά. Οι γλάροι συνεχίζουν μεταξύ τους, οι γλάροι δεν κοιτάζουν οθόνες κι έτσι καμία απειλή δεν νιώθω όταν κάθομαι μόνη μου στο λιμάνι και προσπαθούν να μου κλέψουν το κουλούρι που κάνω πως τρώγω. Οι γλάροι, η θάλασσα, τα δέντρα, οι γάτες, ο Μπρούνο δε νοιάζονται ούτε για τη μεσημεριανή κυρία ούτε για τον βραδινό κύριο, ίσως ούτε και για μένα, όμως με κάθε τρόπο σαν θέλουν να μου μιλήσουν το κάνουν και με το παραπάνω.
Αναπολώ, γλυκιά στιγμή της νιότης. Καλοκαίρι με φορέματα λεπτά και σπιτικά καθισμένες στο μπαλκόνι με τη γιαγιά Βασιλική να περιμένουμε λίγη δροσιά απογευματινή να έρθει μερικές ώρα νωρίτερα, το ραδιόφωνο να παίζει και τσουπ ξαφνικά πέθανε η Αλίκη. Το χάλι-γκάλι σε επανάληψη για δέκα μέρες και κάθε φορά σχόλια η γιαγιά με τη μάνα μου πόσο ήταν η Αλίκη, τι όμορφη που ήταν η Αλίκη και δώστου να με χορεύουν χάλι-γκάλι. Τότε που η ζέστη ήταν μόνο αφορμή για ξέφρενο χορό κι όχι λόγος να μείνουμε ακίνητοι, μακριά ο ένας από τον άλλον. Μέσο και το ραδιόφωνο αλλά μέσο Υψηλό, όχι χαζοβιόλικο. Ήχος, συγκέντρωση, όλα σαν ένας ρυθμός που ξυπνάει εντός σου, και τίποτα δεν διακόπτει τη μυσταγωγία. Μέσα κι έξω ένα, ακόμα και οι διαφημίσεις απαλές. Ανάλογα το σταθμό - θα έλεγες και άδικο δε θα είχες. Μια αργή παρένθεση, απλή που εντείνει την ανάγκη για το επόμενο τραγούδι. Τις Κυριακές στο δεύτερο, σαν Κυριακές κάτω από τον πλάτανο σ’ ένα χωριό που ποτέ δεν είχα, Κυριακές στο τρίτο, μια αγκαλιά η γη και το πράσινο, Κυριακές στον κόσμο.
Στο απέναντι καφενείο, κάτω από το σπίτι του Στέργιου, χτυπάνε τα πούλια από μια παρτίδα τάβλι που δεν θα παίξουμε ποτέ. Και σ’ ένα τραπέζι καθισμένοι δύο, μάλλον φίλοι, και το καλοκαίρι που κάποιος το τραβάει πίσω προσπαθεί να έρθει. Τα γυμνά μέρη ενός σώματος που κάποιος θα θυμάται αιώνια νέο και όμορφο. Δευτερόλεπτα έρχονται εκείνα τα απειροελάχιστα κομμάτια δέρματος μπροστά στα μάτια μου, σχεδόν τα αγγίζω. Χάθηκαν πάλι. Προσπαθώ να σου μιλήσω, σε απορρόφησαν κι εσένα εκείνα τα χέρια, εκείνη η κοιλιά, ο ομφαλός μιας γης που κατέκτησες αλλά ούτε στιγμή δε σε ένοιαξε. Τίποτα δε θα διέκοπτε τη συνάντηση σου με το βραδινό μας επισκέπτη πίσω από το γυαλί. Υπάρχει άραγε τρόπος να συναντηθούμε ξανά εμείς; Το ρήμα των ημερών “φεύγω”. Φεύγεις κι εσύ. Να φύγουν όλα γιατί καμία ζωή στη σταθερότητα και την ακινησία δεν ευδοκίμησε. Γράφτηκαν άραγε ποιήματα για την αγάπη; Ναι. Για το μαζί; Για το τώρα; Μήπως τελικά ο βραδινός μας επισκέπτης πίσω από το γυαλί ήταν ο λόγος που το μυαλό μου ανέβηκε στην πλάτη του Μπρούνο και με τη φωνή του μουεζίνη ξεφύγαμε. Σου ξεφύγαμε. Σώσαμε την ιστορία, το τομάρι μας και μια ζωή σε πέτρες που μόνο εμείς μπορούσαμε να περπατήσουμε. Σε μια σιωπή λίγων λεπτών γεννήθηκε η ανοχή μας. Μας ανεχτήκαμε όσο ένα διαφημιστικό διάλειμμα σε μια ολόκληρη ζωή. Κάναμε το break, γίναμε το διαφημιστικό περιβάλλον και στον χώρο μας ζούσαν άλλοι. Τα σώματα μας φρόντιζαν να δημιουργούν κίνηση μα όχι συν- κίνηση.
“Πρέπει να φύγω Ανέστη”. Έτσι θα σου γράψω ένα πρωί, πριν ξυπνήσεις, σ’ ένα κομμάτι χαρτί στο μπλοκάκι που πάντα έγραφα “έχει ζεστό φαγητό στο φούρνο”. Κι ύστερα με τα χρόνια κουράστηκα και είχα πάντα το ένα ίδιο χαρτάκι που έγραφε τη μοναδική πληροφορία που διάβασες ή σκάλισες να βρεις ποτέ για μένα. Θα μαζευτούν οι γείτονες προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί έφυγα. Θα στείλουν στη μάνα μου να μάθουν πως και γιατί. Εκείνη δε θα ξέρει και μέχρι να μπορέσει να υποθέσει θα της το κλείσουν στα μούτρα. Θα ψήσουν καφέ και θα μείνουν για συντροφιά. Θα θες να φύγουν μα δε θα σε ενοχλήσει καθόλου πόσοι μαζεύτηκαν για τον παρατημένο εξαιρετικό σύζυγο που μόνο όμορφα της (μου) φέρθηκε στα τόσα χρόνια. Με ένα βρακί, θα πουν ότι με πήρες και τι ταλέντα είχα εγώ; Ποια ήμουν; Την καλύτερη θα μπορούσες να έχεις αν ήθελες. Θα είσαι ήρεμος και άνετος, ενοχικά ξαλαφρωμένος. Ήξερες από πάντα πόσο χάλια ήταν τα νεύρα μου, τι πρόβλημα είχα κι έξυνα ξανά και ξανά τις πληγές μου. Ήξερες γιατί γέμιζα τετράδια με δάκρυα και λόγια. Πόνους και παράπονα, ιστορίες που δε γίνηκαν ποτέ κι άλλες που ζήσαμε και εκατό φορές ξανάγραψα για να βρω κι εγώ τι θέση είχα στην αφήγηση, τι ρόλο είχα στην κάθε ιστορία χωριστά, τι ρόλο είχα στην ίδια μου τη ζωή. Για ποιον ζούσα και πως πέθαινα μέρα με τη μέρα. Τώρα ξέρεις πόσο λίγη πλάκα είχα, τώρα ξέρεις πόσο προσπάθησα να έρθω στα ίσα μου να μοιάσω λογική και προσγειωμένη. Τώρα θα καταλάβεις επιτέλους πόσο δεν έπρεπε να έρθω, να μείνω, πόσο το φευγιό μου ταιριάζει. Τώρα ικανοποιημένος θα μιλάς και θα πιάνεις τον κώλο της Ρούλας, κι εγώ πόσο ικανότερη και ειλικρινέστερη θα νιώθω με το μέσα μου. Πήρες άραγε την ικανοποίηση που έψαχνες; Είσαι τόσο μάγκας όσο υπολόγιζες; Είσαι ρε Ανέστη, άντε μου στο διάολο τώρα.
Είχε πάει έξι παρά τέταρτο, ίσα που έσταζε ένα δράμι φως ο ουρανός και δεν είχα ύπνο. Βασανιζόμουνα ώρες και τελικά τα κατάφερα να ξημερώσει και τα μάτια μου να μην έχουν κλείσει. Κοιμόσουν δίπλα παρότι σε είχα στείλει στο διάολο ούτε και θυμάμαι πόσες φορές. Σε λίγο θα καλημέριζε ο Μπρούνο το μουεζίνη και η μέρα θα ξεκινούσε, δε το άντεχα κι ο χρόνος μου τελείωνε. Μεγαλώνοντας η ζωή μας μαθαίνει, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Όχι μοιρολατρικά, προς θεού. Η μια επιλογή έχει ως συνέπεια την επόμενη κι όταν πρέπει να διακοπεί αυτός ο κύκλος πάντα μέσω επιλογών καταλήγουμε στον
ΜΠΑΜ. Άλλη λέξη από την έκρηξη δεν υπάρχει στο σημείο εκείνο. Δεν είναι σημείο καμπής. Στην καμπή υπονοείται ελαστικότητα. Η έκρηξη δεν έχει τίποτα το ελαστικό. Είναι ακαριαία, απότομη, ατσούμπαλη, εκθαμβωτική και το κυριότερο δολοφονική. Η έκρηξη αφήνει πίσω της θύματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η έκρηξη περνάει και σαρώνει. Κι εμείς, ώρες-ώρες, νιώθω, πως ακόμα ψελλίζουμε την αλφαβήτα. Άαααλφα, βήηηητα, γάααααμα.... Γάμησέ τα. Όλη μας η ζωή είναι μια παραδοχή των ατελειών μας και η ανάγκη μας για ολοκλήρωση, τελειοποίηση κι είναι τόσο όμορφη και τόσο συγκινησιακά φορτισμένη όσο τα ρήματα “πεινάω”, “διψάω”, “σε πείνασα”, “σε δίψασα” όταν ειπωθούν από χείλη με ειλικρίνεια και παραδοχή της ανάγκης. Όταν οι ατέλειες μας συναντώνται μοιάζουν πιο γαλήνιες και νιώθεις κιόλας από τα πρώτα λεπτά της συνάντησης πως με αυτό ή τον δείνα συνοδοιπόρο μπορείς να καταφέρεις να θεραπευτείς. Όμως ο Ρίτσος ήξερε πάντα πιο πολλά όταν μας υπενθύμιζε στη Σονάτα του πως καθένας μόνος του σηκώνει το σταυρό του έρωτα, της δόξας και του θανάτου.
Έξι παρά δέκα, σηκώνομαι, έχω καμιά ώρα μέχρι να σου ψήσω τον καφέ κι έτσι κάνω έναν δικό μου και κάθομαι στο μπαλκόνι, κοιτώντας μια το φλιτζάνι, μια το Μπρούνο και μια το μπαλκόνι του τζαμιού. Σκέφτομαι την πατρίδα μου, τα λίγα που θυμάμαι, σκέφτομαι το σπίτι μου εκεί, τη μάνα μου που έμεινε να το φυλάει μήπως και το θελήσω και γυρίσω ποτέ πίσω. Έλεγα από μέσα μου, “βάστα λίγο ακόμα μάνα, θα ανταμώσουμε, βάστα να χαρείς, βάστα κι έρχομαι”. Υγραίνονταν τα μάτια μου και έκοβα τον εσωτερικό μονόλογο. Έπαιρνα και διάβαζα λίγες γραμμές από εκείνο το βιβλίο με την τούρκικη γραφή και ιστορία, λες και ήσαν καλά τα ελληνικά μου για να τα μαγειρέψω και με τα τούρκικα. Άλλα διαβάζω κι άλλα νιώθω. Πένθιμα βήματα, πόνος θανάτου όλες οι γραμμές. Αυτά νιώθω. Μα διαβάζω, νομίζω, για τις προετοιμασίες ενός γάμου. Έτσι περνάει η μια ώρα κι ακούγεσαι να λες “καλημέρα, βάλε ένα καφέ να ψήνεται”. Ανταπαντώ καλημέρα και εκτελώ την εντολή. Μοιάζει να το λες κάθε φορά σα να εννοείς ότι θα τον αποτελειώσεις μόνος σου, κατεβάζω το φλιτζάνι σου και το αφήνω εκεί να περιμένω, δευτερόλεπτα πριν φουσκώσει ο καφές πετάγομαι και τον σερβίρω. Μήτε μια φορά δε σε θυμάμαι να τον έχεις αναλάβει. Βγαίνεις από το λουτρό και ανοίγεις πάλι τη γυάλινη συντροφιά μας. Μου λες, “κλείσε τα κλαμπατσίμπανα να ακούσουμε λίγο τα νέα”. Η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας, ο καιρός στην πρωτεύουσα, οι μετοχές, τα νέα ασφαλιστικά μέτρα και κάθε μέρα αναρωτιέμαι τι σε νοιάζουν όλα αυτά. Που επηρεάζουν εσένα όλα αυτά; Δε σε συγκινούν, δε σε αγγίζουν κι όμως κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ θες να τα ακούς. Βρίζεις τον κακομοίρη το Μπρούνο που μιλάει με το μουεζίνη. Τον κοσμείς με ό,τι επίθετο κατεβάσει η κούτρα σου κι έπειτα μου λες κι εμένα “πάρε αυτό το χαζόσκυλο από δω μου έχει σπάσει τα νεύρα”. Είναι οι λίγες στιγμές της ημέρας που κάτι μας λες.
Σηκώνεσαι απότομα από την καρέκλα και πας να ντυθείς να φύγεις τάχα μου για δουλειά. Στο καφενείο που σου άφησε ο πατέρας σου και λες πως κουράζεσαι να μιλάς με τόσο κόσμο και να ψήνεις καφέδες. Μετά από κάνα δυο ώρες κατηφορίζω κι εγώ να βοηθήσω στην κουζίνα με τους δυο τρεις μεζέδες που έχεις για το ούζο. Δε με χαιρετάει κανείς, ούτε θαμώνας, ούτε περαστικός. Εκεί μέσα είμαι υπάλληλος χωρίς μισθό, ούτε γυναίκα σου, ούτε εγώ, ούτε καμιά. Κάποτε στο ρώτησα και τούτο κι είπες “καημό λες το είχαν να σε μάθουν”. Ακούω την πόρτα να κλείνει, χωρίς γεια, χωρίς λέξη. Έφυγες. Κι εκείνο το κοπάνημα της πόρτας είναι η δική μου σωτηρία. Φτιάχνω τους μεζέδες γρήγορα, γρήγορα, τους βάζω σε τάπερ κι έπειτα στην υφασμάτινη τσάντα που σέρνω πρωί μεσημέρι. Σφυράω στο Μπρούνο να έρθει στην αυλή, μου λείπουν κρεμμύδια. Κατεβαίνω τα σοκάκια της πόλης πρώτη φορά τόσο γοργά και με κανένα κόπο για το ανέβασμα μου πίσω στο σπίτι. Μπορεί και να σφυρίζω από χαρά, ένα αεράκι με κάνει πεταλούδα, ροδοπέταλο στον ανοιξιάτικο αγέρα. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να με παρατηρήσει κανείς για τούτη τη χαρά. Μα, τι με νοιάζει; Τα μάγουλα μου δε θα κοκκινίσουν ποτέ ξανά από το χέρι σου, θα τσιμπήσω και μεζέ από το πιάτο σου, όλα σήμερα μοιάζουν γιορτινά. Ο μπακάλης που άλλοτε με βλέπει και του γυρνάνε τα συκώτια σήμερα με κορτάρει, θαρρείς ομόρφυνα, έγινα νέα ξανά, μα πόσο τούτο το κοπάνημα μου έδωσε ζωή. Έφυγε η μέρα ήσυχη κι εγώ λαμπερότερη στο πέρασμα του κάθε λεπτού. Απόγιομα, εντολή “βάλε έναν καφέ να ψήνεται”, βάζω, “Ανέστη θα πεταχτώ να πάρω καφέ μας τελείωσε”, είσαι στο μπάνιο και με βρίζεις, ανάβω το γκάζι, ο Μπρούνο είναι στην αυλή, δυναμώνω τη φωτιά, ανοίγω την εξώπορτα να πάω να πάρω καφέ, δημιουργείται το τέλειο ρεύμα, από ετούτο που εξαρτιέμαι εγώ κι όχι το γυάλινο κουτί σου, νιώθω τον αγέρα να μπαίνει στο σπίτι, κατεβαίνω σαν την τρελή τα σκαλιά και ο Μπρούνο με ακολουθεί, δεν κοιτάζω πίσω, δέκα δρασκελιές μετά, είμαι στην πλάτη του Μπρούνο και ακούμε το ΜΠΑΜ. Οι φλόγες έχουν κυκλώσει ήδη το σπίτι, δεν ακούγεσαι κι ας φωνάζεις, κι ας με βρίζεις, δε θα ακουστείς ποτέ ξανά πια κι ο Μπρούνο πετάει με εμένα στην πλάτη του προς το μπαλκόνι του μουεζίνη να του πει “πήγε στο διάολο ο Ανέστης επιτέλους πια”!
Άκου! Ακούς; Σε κάποιο σπίτι κοντινό διαφωνούν για την πορεία του Στέργιου στα αγγλικά. Ο πατέρας λέει “άσε το παιδί, ό,τι μάθει” κι η μητέρα αντικρούει “σκάλες θα καταλήξει να πλένει σαν εμένα”. Ο σκύλος, στο απέναντι τους διαμέρισμα είναι με το μέρος του Στέργιου κι οι γλάροι βγάζουν ήχους που θυμίζουν το γέλιο ενός ραδιούργου θεού που υποδέχεται τους νεκρούς στον κάτω κόσμο. Άκου πάλι, πιο προσεκτικά, συγκεντρώσου. Το ακούς; Όχι; Μα πως γίνεται να μην ακούς τον ήχο της φωνής του μουεζίνη να καλεί για προσευχή. Θα προσευχηθούμε για το Στέργιο σήμερα, να μην καταλήξει, γιατί η κατάληξη κρύβει μέσα της την εγκατάλειψη. Θα ευχηθούμε να κινείται αέναα σε όποιο χωροχρόνο θέλει. Να μη γίνει σαν εμάς, να μην καταλήξει να χαιρετάει την κοπέλα πίσω από το γυαλί, να μιλάει, να μη βάζει γλώσσα μέσα του και κώλο κάτω. Να μη χορταίνει να ρουφάει τη ζωή ως το μεδούλι. Ποτέ του να μην ερωτευτεί την τηλεόραση και ποτέ του να μην εξαρτάται από την τάση του ρεύματος.
Ακούς το πλοίο; Μπαίνει στο λιμάνι γλυκά, ΣΧΕΔΟΝ αθόρυβα. Τίποτα μέσα στη θάλασσα δεν έχει πολύ θόρυβο. Πιστεύω πως κι οι γλάροι φωνάζουν μόνο όταν μας πλησιάζουν, πιστεύω πως πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας γαληνεύουν, κι αν κάποια φορά φωνάξουν είναι που καλούν κι άλλους φίλους στη γαλήνη του γαλάζιου, όπως ο μουεζίνης στην προσευχή ή ακόμα κι ο ραδιούργος θεός του Κάτω Κόσμου που γελά ξέροντας πως οι ψυχές καταλήγουν σε μια δικής τους κατασκευής γαλήνη. Κύκλους κάνω κι εγώ όπως οι γλάροι, οι ψυχές και η θάλασσα. Κύκλους κάνουν όλα ακόμα και η ρημάδα η τηλεόραση. Συνεχίζεται σε χρόνο άγνωστο και παίζει. Όποτε και να την ανάψεις παίζει. Πάντα μπούρδες, αλλά παίζει. Δε σταματάει να παίζει. Ένας διαρκής στροβιλισμός, ένα συνεχόμενο μουρμουρητό κι ύστερα ξαφνικά, ο ήχος ανεβαίνει απότομα, ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ. Το ήξερες ότι οι διαφημίσεις παίζουν με ένταση 30% πιο πάνω από την κανονική ροή του προγράμματος; Όχι ε; Ναι! Για δύο λόγους. Ένα για να αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για διάλειμμα του προγράμματος και δύο για να καταλάβεις πως πρόκειται για διαφημιστικό περιβάλλον και να ακούσεις καθαρά αυτό που διαφημίζεται και να σπεύσεις να το προμηθευτείς, διότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην έχεις κι αυτό ή πιο σωστά η ζωή είναι πολύ δύσκολη και θα σε διευκολύνει τόσο πολύ αυτό. Κι ενώ τις περισσότερες φορές σαν έξυπνος καταναλωτής που είσαι έχεις επίγνωση πως ουδόλως δε θα διευκολυνθεί η ζωή σου με αυτό, εσύ πας, το αγοράζεις και νιώθεις και περιστασιακά ευτυχισμένος.
Θυμάσαι πέρυσι που μου πήρες δώρο εκείνο τον καθαριστή κρεμμυδιών. Όσο χρόνο γλιτώνω στο καθάρισμα των κρεμμυδιών τον χάνω στο καθάρισμα του εργαλείου. Βλέπεις, δε τον χρειαζόμασταν αυτό τον καθαριστή κι ας σφάζει τα κρεμμύδια με μαεστρία. Και μπορώ να σου πω κι άλλα, αυτό το μονότονο χράτς που κάνει καθώς πέφτει η λεπίδα σε κάθε κρεμμύδι, διόλου δε θυμίζει κουζίνα και μαγειρική. Τα άναρχα κρατς όταν ξεφλουδίζεις το κάθε κρεμμύδι με το χέρι κι ύστερα άγαρμπα βγάζεις κι ένα μαχαίρι από το συρτάρι και το εντάσσεις στον πόλεμο. Τα δάκρυα που προλαβαίνεις να χαρείς, να επικοινωνήσεις στους άλλους. Να σου πουν πάλι για τον συγχωρεμένο που ήταν καλός άνθρωπος, να το γελάσετε, να πειραχτείτε, να θυμηθείτε κάποιον ξεχασμένο σχεδόν συγγενή που έφυγε γέρος και μέθυσος. Τα παράπονα που έκανε η γυναίκα του στα τόσα χρόνια αλλά ούτε μισή μέρα δε τον άφησε μόνο, νηστικό και ασιδέρωτο. Κι όσο τα θυμόμαστε, τα γέλια και τα δάκρυα να πληθαίνουν και να μη μιλάμε πια με τον κύριο πίσω από το γυαλί αλλά μεταξύ μας. Να δημιουργούμε αναμνήσεις, εμπειρίες, να γαληνεύουμε και ν’ απολαμβάνουμε το μουεζίνη που φωνάζει ξανά. Νιώθω όσο τον ακούω πως συνοδεύει τους γλάρους, τον αγέρα που έδιωξε τη ζέστη, νιώθω πως έρχεται ένα θαύμα να συντελεστεί και οι τηλεοράσεις στα σπίτια ακόμα παίζουν και ο κυρ-Παντελής βρίζει την κυβέρνηση και τον εαυτό του που ήταν μαλακάς και τους πίστεψε. Κι εσύ ξέρεις γιατί τα λέει όλα αυτά, την ίδια κοπέλα ακούτε και της απαντάει ο ένας από τους δυό. Εσύ, σπάνια μιλάς στην κοπέλα του μεσημεριανού δελτίου, προτιμάς τον βραδινό κύριο. Μιλάς με αυτόν για πολιτική, για τον καιρό, για τα αθλητικά και σε μένα μετά εξιστορείς την κουβεντούλα σας. Μια, δυο φορές, πήγα να πω τη γνώμη μου, ένιωσα πως την εκμαίευες - λάθος έκανα. Έπειτα θύμωσα και έκανα κριτική σκληρή, γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα και ροκάνιζε τα ποδάρια από τις καρέκλες που καθόμασταν. Δεν κράτησε πολύ το ροκάνισμα - φαίνεται είχα δόντια δυνατά.
Σκεφτόμουν, όση ώρα επικοινωνούσες με τον βραδινό μας επισκέπτη στο γυαλί πως έπρεπε να έχω κάνει ένα παιδί, να το κρατούσα, λέει, μικρό για πάντα, με εκείνο να τα έλεγα όλα. Εκείνο θα ρωτούσε κι εγώ αμέσως θα απαντούσα με προθυμία και χαρά, έπειτα θα μεγάλωνε - αργά - και θα είχαμε τόσο πολύ μιλήσει, τόσα πολλά νιώσει και εκφράσει που θα ήταν σύντροφος ακριβός, σπάνιος, σημαντικός και θα γελούσαμε, θα πειραζόμασταν, θα μαλώνανε και θα μονοιάζαμε πάλι σε μια διαρκή κίνηση, σε ένα συνεχή κύκλο, όπως η κινούμενη εικόνα της τηλεόρασης σου που δε μυρίζει, δεν αγγίζεται, δεν τσακώνεται. Μόνος σου διάλεξες εκείνη για παρέα. Πως να έχω τύψεις μετά; Τύψη καμιά. Τα λέγω όλα με το σκύλο, αγκαλιαζόμαστε, τσακωνόμαστε, μυριζόμαστε. Να δεις τσακωμούς που κάνω με το Μπρούνο σαν του τραβάω από το στόμα τις κάλτσες να βάλω μπουγάδα.
Πως σκατά μπήκε στη ζωή μας η οθόνη; Κάθε φορά που ο μουεζίνης μας καλεί σε προσευχή, ο Μπρούνο του απαντάει. Άλλοτε του λέγει ότι φτιάξαμε χαλβά κι άλλοτε να δώσει χαιρετίσματα στον Αλί το γείτονας μας. Εγώ απαντάω στους γλάρους, τον μουεζίνη από τη μια δεν τον καταλαβαίνω και από την άλλη είναι άνθρωπος και φοβάμαι πως κοιτάζει οθόνες. Μια φορά να γνωριστούμε και να μου μιλήσει, τρόμος με πιάνει ότι θα μου πει καμία προσφορά που άκουσε στην τηλεόραση. Έτσι καλύτερα να τα λέω με τους γλάρους. Κράζει ο ένας σαν εκνευρισμένη θείτσα του απαντάω εγώ με έναν κακό ήχο που ούτε και ξέρω πως πλάθω, κλαίει ο άλλος σαν μωρό του απαντάω πιο παρηγορητικά. Οι γλάροι συνεχίζουν μεταξύ τους, οι γλάροι δεν κοιτάζουν οθόνες κι έτσι καμία απειλή δεν νιώθω όταν κάθομαι μόνη μου στο λιμάνι και προσπαθούν να μου κλέψουν το κουλούρι που κάνω πως τρώγω. Οι γλάροι, η θάλασσα, τα δέντρα, οι γάτες, ο Μπρούνο δε νοιάζονται ούτε για τη μεσημεριανή κυρία ούτε για τον βραδινό κύριο, ίσως ούτε και για μένα, όμως με κάθε τρόπο σαν θέλουν να μου μιλήσουν το κάνουν και με το παραπάνω.
Αναπολώ, γλυκιά στιγμή της νιότης. Καλοκαίρι με φορέματα λεπτά και σπιτικά καθισμένες στο μπαλκόνι με τη γιαγιά Βασιλική να περιμένουμε λίγη δροσιά απογευματινή να έρθει μερικές ώρα νωρίτερα, το ραδιόφωνο να παίζει και τσουπ ξαφνικά πέθανε η Αλίκη. Το χάλι-γκάλι σε επανάληψη για δέκα μέρες και κάθε φορά σχόλια η γιαγιά με τη μάνα μου πόσο ήταν η Αλίκη, τι όμορφη που ήταν η Αλίκη και δώστου να με χορεύουν χάλι-γκάλι. Τότε που η ζέστη ήταν μόνο αφορμή για ξέφρενο χορό κι όχι λόγος να μείνουμε ακίνητοι, μακριά ο ένας από τον άλλον. Μέσο και το ραδιόφωνο αλλά μέσο Υψηλό, όχι χαζοβιόλικο. Ήχος, συγκέντρωση, όλα σαν ένας ρυθμός που ξυπνάει εντός σου, και τίποτα δεν διακόπτει τη μυσταγωγία. Μέσα κι έξω ένα, ακόμα και οι διαφημίσεις απαλές. Ανάλογα το σταθμό - θα έλεγες και άδικο δε θα είχες. Μια αργή παρένθεση, απλή που εντείνει την ανάγκη για το επόμενο τραγούδι. Τις Κυριακές στο δεύτερο, σαν Κυριακές κάτω από τον πλάτανο σ’ ένα χωριό που ποτέ δεν είχα, Κυριακές στο τρίτο, μια αγκαλιά η γη και το πράσινο, Κυριακές στον κόσμο.
Στο απέναντι καφενείο, κάτω από το σπίτι του Στέργιου, χτυπάνε τα πούλια από μια παρτίδα τάβλι που δεν θα παίξουμε ποτέ. Και σ’ ένα τραπέζι καθισμένοι δύο, μάλλον φίλοι, και το καλοκαίρι που κάποιος το τραβάει πίσω προσπαθεί να έρθει. Τα γυμνά μέρη ενός σώματος που κάποιος θα θυμάται αιώνια νέο και όμορφο. Δευτερόλεπτα έρχονται εκείνα τα απειροελάχιστα κομμάτια δέρματος μπροστά στα μάτια μου, σχεδόν τα αγγίζω. Χάθηκαν πάλι. Προσπαθώ να σου μιλήσω, σε απορρόφησαν κι εσένα εκείνα τα χέρια, εκείνη η κοιλιά, ο ομφαλός μιας γης που κατέκτησες αλλά ούτε στιγμή δε σε ένοιαξε. Τίποτα δε θα διέκοπτε τη συνάντηση σου με το βραδινό μας επισκέπτη πίσω από το γυαλί. Υπάρχει άραγε τρόπος να συναντηθούμε ξανά εμείς; Το ρήμα των ημερών “φεύγω”. Φεύγεις κι εσύ. Να φύγουν όλα γιατί καμία ζωή στη σταθερότητα και την ακινησία δεν ευδοκίμησε. Γράφτηκαν άραγε ποιήματα για την αγάπη; Ναι. Για το μαζί; Για το τώρα; Μήπως τελικά ο βραδινός μας επισκέπτης πίσω από το γυαλί ήταν ο λόγος που το μυαλό μου ανέβηκε στην πλάτη του Μπρούνο και με τη φωνή του μουεζίνη ξεφύγαμε. Σου ξεφύγαμε. Σώσαμε την ιστορία, το τομάρι μας και μια ζωή σε πέτρες που μόνο εμείς μπορούσαμε να περπατήσουμε. Σε μια σιωπή λίγων λεπτών γεννήθηκε η ανοχή μας. Μας ανεχτήκαμε όσο ένα διαφημιστικό διάλειμμα σε μια ολόκληρη ζωή. Κάναμε το break, γίναμε το διαφημιστικό περιβάλλον και στον χώρο μας ζούσαν άλλοι. Τα σώματα μας φρόντιζαν να δημιουργούν κίνηση μα όχι συν- κίνηση.
“Πρέπει να φύγω Ανέστη”. Έτσι θα σου γράψω ένα πρωί, πριν ξυπνήσεις, σ’ ένα κομμάτι χαρτί στο μπλοκάκι που πάντα έγραφα “έχει ζεστό φαγητό στο φούρνο”. Κι ύστερα με τα χρόνια κουράστηκα και είχα πάντα το ένα ίδιο χαρτάκι που έγραφε τη μοναδική πληροφορία που διάβασες ή σκάλισες να βρεις ποτέ για μένα. Θα μαζευτούν οι γείτονες προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί έφυγα. Θα στείλουν στη μάνα μου να μάθουν πως και γιατί. Εκείνη δε θα ξέρει και μέχρι να μπορέσει να υποθέσει θα της το κλείσουν στα μούτρα. Θα ψήσουν καφέ και θα μείνουν για συντροφιά. Θα θες να φύγουν μα δε θα σε ενοχλήσει καθόλου πόσοι μαζεύτηκαν για τον παρατημένο εξαιρετικό σύζυγο που μόνο όμορφα της (μου) φέρθηκε στα τόσα χρόνια. Με ένα βρακί, θα πουν ότι με πήρες και τι ταλέντα είχα εγώ; Ποια ήμουν; Την καλύτερη θα μπορούσες να έχεις αν ήθελες. Θα είσαι ήρεμος και άνετος, ενοχικά ξαλαφρωμένος. Ήξερες από πάντα πόσο χάλια ήταν τα νεύρα μου, τι πρόβλημα είχα κι έξυνα ξανά και ξανά τις πληγές μου. Ήξερες γιατί γέμιζα τετράδια με δάκρυα και λόγια. Πόνους και παράπονα, ιστορίες που δε γίνηκαν ποτέ κι άλλες που ζήσαμε και εκατό φορές ξανάγραψα για να βρω κι εγώ τι θέση είχα στην αφήγηση, τι ρόλο είχα στην κάθε ιστορία χωριστά, τι ρόλο είχα στην ίδια μου τη ζωή. Για ποιον ζούσα και πως πέθαινα μέρα με τη μέρα. Τώρα ξέρεις πόσο λίγη πλάκα είχα, τώρα ξέρεις πόσο προσπάθησα να έρθω στα ίσα μου να μοιάσω λογική και προσγειωμένη. Τώρα θα καταλάβεις επιτέλους πόσο δεν έπρεπε να έρθω, να μείνω, πόσο το φευγιό μου ταιριάζει. Τώρα ικανοποιημένος θα μιλάς και θα πιάνεις τον κώλο της Ρούλας, κι εγώ πόσο ικανότερη και ειλικρινέστερη θα νιώθω με το μέσα μου. Πήρες άραγε την ικανοποίηση που έψαχνες; Είσαι τόσο μάγκας όσο υπολόγιζες; Είσαι ρε Ανέστη, άντε μου στο διάολο τώρα.
Είχε πάει έξι παρά τέταρτο, ίσα που έσταζε ένα δράμι φως ο ουρανός και δεν είχα ύπνο. Βασανιζόμουνα ώρες και τελικά τα κατάφερα να ξημερώσει και τα μάτια μου να μην έχουν κλείσει. Κοιμόσουν δίπλα παρότι σε είχα στείλει στο διάολο ούτε και θυμάμαι πόσες φορές. Σε λίγο θα καλημέριζε ο Μπρούνο το μουεζίνη και η μέρα θα ξεκινούσε, δε το άντεχα κι ο χρόνος μου τελείωνε. Μεγαλώνοντας η ζωή μας μαθαίνει, όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Όχι μοιρολατρικά, προς θεού. Η μια επιλογή έχει ως συνέπεια την επόμενη κι όταν πρέπει να διακοπεί αυτός ο κύκλος πάντα μέσω επιλογών καταλήγουμε στον
ΜΠΑΜ. Άλλη λέξη από την έκρηξη δεν υπάρχει στο σημείο εκείνο. Δεν είναι σημείο καμπής. Στην καμπή υπονοείται ελαστικότητα. Η έκρηξη δεν έχει τίποτα το ελαστικό. Είναι ακαριαία, απότομη, ατσούμπαλη, εκθαμβωτική και το κυριότερο δολοφονική. Η έκρηξη αφήνει πίσω της θύματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η έκρηξη περνάει και σαρώνει. Κι εμείς, ώρες-ώρες, νιώθω, πως ακόμα ψελλίζουμε την αλφαβήτα. Άαααλφα, βήηηητα, γάααααμα.... Γάμησέ τα. Όλη μας η ζωή είναι μια παραδοχή των ατελειών μας και η ανάγκη μας για ολοκλήρωση, τελειοποίηση κι είναι τόσο όμορφη και τόσο συγκινησιακά φορτισμένη όσο τα ρήματα “πεινάω”, “διψάω”, “σε πείνασα”, “σε δίψασα” όταν ειπωθούν από χείλη με ειλικρίνεια και παραδοχή της ανάγκης. Όταν οι ατέλειες μας συναντώνται μοιάζουν πιο γαλήνιες και νιώθεις κιόλας από τα πρώτα λεπτά της συνάντησης πως με αυτό ή τον δείνα συνοδοιπόρο μπορείς να καταφέρεις να θεραπευτείς. Όμως ο Ρίτσος ήξερε πάντα πιο πολλά όταν μας υπενθύμιζε στη Σονάτα του πως καθένας μόνος του σηκώνει το σταυρό του έρωτα, της δόξας και του θανάτου.
Έξι παρά δέκα, σηκώνομαι, έχω καμιά ώρα μέχρι να σου ψήσω τον καφέ κι έτσι κάνω έναν δικό μου και κάθομαι στο μπαλκόνι, κοιτώντας μια το φλιτζάνι, μια το Μπρούνο και μια το μπαλκόνι του τζαμιού. Σκέφτομαι την πατρίδα μου, τα λίγα που θυμάμαι, σκέφτομαι το σπίτι μου εκεί, τη μάνα μου που έμεινε να το φυλάει μήπως και το θελήσω και γυρίσω ποτέ πίσω. Έλεγα από μέσα μου, “βάστα λίγο ακόμα μάνα, θα ανταμώσουμε, βάστα να χαρείς, βάστα κι έρχομαι”. Υγραίνονταν τα μάτια μου και έκοβα τον εσωτερικό μονόλογο. Έπαιρνα και διάβαζα λίγες γραμμές από εκείνο το βιβλίο με την τούρκικη γραφή και ιστορία, λες και ήσαν καλά τα ελληνικά μου για να τα μαγειρέψω και με τα τούρκικα. Άλλα διαβάζω κι άλλα νιώθω. Πένθιμα βήματα, πόνος θανάτου όλες οι γραμμές. Αυτά νιώθω. Μα διαβάζω, νομίζω, για τις προετοιμασίες ενός γάμου. Έτσι περνάει η μια ώρα κι ακούγεσαι να λες “καλημέρα, βάλε ένα καφέ να ψήνεται”. Ανταπαντώ καλημέρα και εκτελώ την εντολή. Μοιάζει να το λες κάθε φορά σα να εννοείς ότι θα τον αποτελειώσεις μόνος σου, κατεβάζω το φλιτζάνι σου και το αφήνω εκεί να περιμένω, δευτερόλεπτα πριν φουσκώσει ο καφές πετάγομαι και τον σερβίρω. Μήτε μια φορά δε σε θυμάμαι να τον έχεις αναλάβει. Βγαίνεις από το λουτρό και ανοίγεις πάλι τη γυάλινη συντροφιά μας. Μου λες, “κλείσε τα κλαμπατσίμπανα να ακούσουμε λίγο τα νέα”. Η κίνηση στους δρόμους της Αθήνας, ο καιρός στην πρωτεύουσα, οι μετοχές, τα νέα ασφαλιστικά μέτρα και κάθε μέρα αναρωτιέμαι τι σε νοιάζουν όλα αυτά. Που επηρεάζουν εσένα όλα αυτά; Δε σε συγκινούν, δε σε αγγίζουν κι όμως κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ θες να τα ακούς. Βρίζεις τον κακομοίρη το Μπρούνο που μιλάει με το μουεζίνη. Τον κοσμείς με ό,τι επίθετο κατεβάσει η κούτρα σου κι έπειτα μου λες κι εμένα “πάρε αυτό το χαζόσκυλο από δω μου έχει σπάσει τα νεύρα”. Είναι οι λίγες στιγμές της ημέρας που κάτι μας λες.
Σηκώνεσαι απότομα από την καρέκλα και πας να ντυθείς να φύγεις τάχα μου για δουλειά. Στο καφενείο που σου άφησε ο πατέρας σου και λες πως κουράζεσαι να μιλάς με τόσο κόσμο και να ψήνεις καφέδες. Μετά από κάνα δυο ώρες κατηφορίζω κι εγώ να βοηθήσω στην κουζίνα με τους δυο τρεις μεζέδες που έχεις για το ούζο. Δε με χαιρετάει κανείς, ούτε θαμώνας, ούτε περαστικός. Εκεί μέσα είμαι υπάλληλος χωρίς μισθό, ούτε γυναίκα σου, ούτε εγώ, ούτε καμιά. Κάποτε στο ρώτησα και τούτο κι είπες “καημό λες το είχαν να σε μάθουν”. Ακούω την πόρτα να κλείνει, χωρίς γεια, χωρίς λέξη. Έφυγες. Κι εκείνο το κοπάνημα της πόρτας είναι η δική μου σωτηρία. Φτιάχνω τους μεζέδες γρήγορα, γρήγορα, τους βάζω σε τάπερ κι έπειτα στην υφασμάτινη τσάντα που σέρνω πρωί μεσημέρι. Σφυράω στο Μπρούνο να έρθει στην αυλή, μου λείπουν κρεμμύδια. Κατεβαίνω τα σοκάκια της πόλης πρώτη φορά τόσο γοργά και με κανένα κόπο για το ανέβασμα μου πίσω στο σπίτι. Μπορεί και να σφυρίζω από χαρά, ένα αεράκι με κάνει πεταλούδα, ροδοπέταλο στον ανοιξιάτικο αγέρα. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να με παρατηρήσει κανείς για τούτη τη χαρά. Μα, τι με νοιάζει; Τα μάγουλα μου δε θα κοκκινίσουν ποτέ ξανά από το χέρι σου, θα τσιμπήσω και μεζέ από το πιάτο σου, όλα σήμερα μοιάζουν γιορτινά. Ο μπακάλης που άλλοτε με βλέπει και του γυρνάνε τα συκώτια σήμερα με κορτάρει, θαρρείς ομόρφυνα, έγινα νέα ξανά, μα πόσο τούτο το κοπάνημα μου έδωσε ζωή. Έφυγε η μέρα ήσυχη κι εγώ λαμπερότερη στο πέρασμα του κάθε λεπτού. Απόγιομα, εντολή “βάλε έναν καφέ να ψήνεται”, βάζω, “Ανέστη θα πεταχτώ να πάρω καφέ μας τελείωσε”, είσαι στο μπάνιο και με βρίζεις, ανάβω το γκάζι, ο Μπρούνο είναι στην αυλή, δυναμώνω τη φωτιά, ανοίγω την εξώπορτα να πάω να πάρω καφέ, δημιουργείται το τέλειο ρεύμα, από ετούτο που εξαρτιέμαι εγώ κι όχι το γυάλινο κουτί σου, νιώθω τον αγέρα να μπαίνει στο σπίτι, κατεβαίνω σαν την τρελή τα σκαλιά και ο Μπρούνο με ακολουθεί, δεν κοιτάζω πίσω, δέκα δρασκελιές μετά, είμαι στην πλάτη του Μπρούνο και ακούμε το ΜΠΑΜ. Οι φλόγες έχουν κυκλώσει ήδη το σπίτι, δεν ακούγεσαι κι ας φωνάζεις, κι ας με βρίζεις, δε θα ακουστείς ποτέ ξανά πια κι ο Μπρούνο πετάει με εμένα στην πλάτη του προς το μπαλκόνι του μουεζίνη να του πει “πήγε στο διάολο ο Ανέστης επιτέλους πια”!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου