Αιόλου & Βύσσης [30/9/2021]
Ακούγεται: «η ωραιότερη λέξη - καλημέρα!» και πιο δυνατά «καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα!» Οι δικοί μου τρελοί φωνάζουν «καλημέρα», δυνατά, μαγικά, μάγκικα, έντονα, ζωηρά, θυμωμένα. Διώχνουν όσους τους «χαλάνε». «Φασολόπουστα! Είδες η Ελλάδα, Θεοδωράκη, φύγε να πούμε, πήγαινε στον ταραμά, στο αεροδρόμιο, μας έχουν κολλήσει κορονοϊό, να γελάμε και λίγο άμα δε γελάμε, έχω δει φρούτα, καλημέρα παιδάκια!»
Υπάρχει μια ανείπωτη, άναρχη αλήθεια στα λόγια των τρελών. Στα λόγια όλων μας υπάρχει μια άναρχη αλήθεια. Κι όσο πιο πολλά τα λόγια τόσο πιο θυμωμένες οι αλήθειες, τόσο πιο καταπιεστικές.
«Πάτερ, πάτερ να βάλω μάσκα ή να μη βάλω; Εγώ δε βάζω ποτέ!» Κι ο πάτερ προσπερνά και δε δίνει σημασία, κοιτάζει το κινητό του με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Οι άλλοτε ασφυκτικά γεμάτοι εμπορικοί δρόμοι του κέντρου σήμερα ξεψυχάνε με κανα δυο χαμένους, με τους τρελούς τους κι εμάς που ρουφάμε σα βαμπίρ το ξεψύχισμα με μια ηδονή αλλιώτικη από τις άλλες.
Καφές και χώμα. Από αυτά είμαι πλασμένη. Κι αυτά τα συστατικά μαζί αποτελούν ένα εύφορο έδαφος, ανθίζω και πεθαίνω κάθε εποχή και μαζί με εμένα ένας κήπος κλαίει και ανασταίνεται.
Ένα κονβόι από τουρίστες με αποσπά, σαν ουρά ενός λαβωμένου δεινοσαύρου. Καθόλου εντυπωσιακού στο τώρα. Οι τουρίστες με γκρουπ πάντα μοιάζουν με ουρές δεινοσαύρων. Σαύρες που φέρουν μόνο δεινά, το χει αυτό η ανάγκη για ταξίδι. Ένας ξεριζωμός ευγενής, αυτό είναι η περιπλάνηση. Μια απομάκρυνση από τον τόπο και το χρόνο σου μια παύση στο τώρα σου για ένα παράλληλο τώρα.
Οι άνθρωποι είμαστε δέντρα. Με ρίζες βαθιές στη γη μας. Το ρολόι της Αγίας Παρασκευής σημάνει μεσημέρι. Τούτη η πόλη που όλους μας χωράει και μας αντέχει είναι μαθημένη στα τραύματα και στα θαύματα. Ενυπάρχουν μέσα της όλα ταυτόχρονα. Το έδαφος της δεν είναι πια εύφορο και σταθερό. Οι ρίζες πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων το ξεζουμίζουν και το ταρακουνάμε.
Μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας πάντα ακούς κούπες να ακουμπάνε σε πιάτα και τηγάνια να παίρνουν φωτιά. Τι ευλογημένη υπάρχω στο τώρα μου!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου