Να σου πω τη μοίρα σου; [10/06/2024]
Αν έγραφα βιβλίο για εμάς, θα έπρεπε να γεμίσω τα πνευμόνια μου με υπομονή και καπνό. Κυρίως υπομονή και υποψία. Να μεταφράζω τα κλεισίματα σου βράδια Σαββάτου κι από ένα μακρινό σάζι να ακούγεται ένας γνώριμος σκοπός. Κάτι σαν το «μενεξέδες και ζουμπούλια» ή μια γλώσσα της Ανατολής σου, που τίποτα δε θα καταλάβαινα από τα λόγια κι αυτό θα έβγαζε απόλυτο νόημα. Από την άλλη, ξέρεις πως τίποτα δε γεμίζει πιο συνειδητά το χαρτί, το κενό ηχοτοπίο, τον λευκό καμβά από εκείνο που δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε. Μόνο έτσι οι τέχνες μας προσπαθούν από πάντα να γίνουν εφαρμοσμένες τεχνικές με επίπεδα απόδοσης πολύ υψηλά αλλιώς άχρηστες να ξεκουράζονται σε σκληρούς δίσκους, φακέλους και συρτάρια. Δυο πιτσιρικάδες πλησιάζουν στην ουρά του περιπτέρου, με έναν τρόπο σε θυμίζουν. Ανοίκειο, έως και ψευδαισθητικό. Δεν ξέρω αν σε θυμίζουν πραγματικά ή αν μπλέκω πάλι τα όνειρα μου. Λίγος καπνός μπαίνει στο μάτι μου, για δευτερόλεπτα ακούω τη μουσική σου, λάθος κάνω, άλλο είναι. Υποτροπιάζω ξανά. Προεκλογικές συγκεντρώσεις, υπάρχει μια υπόκωφη ελπίδα που θέλει να αρθεί πάνω από τα λόγια, τα πλήθη, τις σημαίες και τα φώτα. Κι είναι και η Νία που θέλει μια μέρα να χαλάσει ένα πενηντάρικο και να μπει σε όλα τα λεωφορεία που πάνε στα χωριά γύρω από την πόλη. Στην Κρήνη, στην Άρλα, στην Παναγιά (όλο και κάποια Παναγιά θα έχει η Αχαΐα). Και δεν έχουν μείνει λόγια σε αυτή τη μεταιχμιακή στιγμή κι αν έχουν μείνει, δεν ξέρουμε ποιος τα έχει και τι τα κάνει. Σαν κάποιος να μας τα πήρε από το στόμα. Κι ο θυμός ξεθυμασμένος και τα τραγούδια ατραγούδιστα. Ξυπνάω από ένα όνειρο που εμφανίστηκες ξαφνικά και φορούσες πορτοκαλί πουκάμισο, με ρώτησες «που είσαι μωρή;». «Μωρή», δε θα έλεγες ποτέ μωρή. Το ξέρω κι ας μη σε ξέρω. Θα ήσουν, είσαι, ευγενής. Απροσπέλαστος όπως οι βασιλιάδες και σεμνός όπως οι πιστοί. Οι πραγματικοί βασιλιάδες και οι πραγματικοί πιστοί. Εκείνοι που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα σήμερα ερχόμενοι από ένα ένδοξο παρελθόν.
«Ένα καπνό θέλω Μήτσο», πληρώνω, βάζω τον καπνό στην μια τσέπη, την υπομονή στην άλλη. Βαδίζω προς το σπίτι και υποθέτω μια έκπληξη. Προβάρω στο μυαλό μου την υπομονή και την πίστη, την προσμονή για τον βασιλιά, το βασιλόπουλο, το πιο γήινο όνειρο που είχα ποτέ. Φτάνω σπίτι, ανοίγω την πόρτα, δεν είσαι μέσα, πως να είσαι, βλέπω τη γάτα, σκύλο όμως έχεις και συνειδητοποιώ πως δεν επιθυμώ να μαγειρέψω για κανέναν. Σκέφτομαι σε ποιον αιθέρα πρέπει να έρθω να σε βρω και πως να ξεκολλήσω από τις ρίζες που τόσο αγαπώ. Ίσως ρίζα τη ρίζα να ανυψωθώ και κάπου να σε συναντήσω. Ανοίγω ένα βιβλίο, για τους ασίκηδες διαβάζω, όσο πιο ξένες οι λέξεις τόσο πιο κοντά νιώθω. Μιλάς με μια κορεάτισα, δεν πιστεύω ότι χαμογελάς κι ας το κάνεις. Μόνη χαρά οι αγωνίες και οι θλίψεις που άφησες δίπλα μου σε εκείνο το σκαμπό ή ένα βράδυ στην τσέπη μου. Έχει χρόνια πολλά μέσα του ο κάθε έρωτας κι αυτό σημαίνει αγαπημένε μου υπομονή και καπνό. Αμέτρητα σε ποσότητες και τα δυο. Και για τον ποιητή και για την μούσα του. Υπολογίζω πως θα έρθει πάλι το φθινόπωρο και θα βρεθούμε σε μια μελωδία, εσύ θα έχεις στο χέρι σου μέσα ένα άλλο χέρι κρυμμένο κι εγώ μάλλον θα αποφασίσω να μην ακούσω άλλο τη μελωδία μας και να σε αφήσω να κρύβεις και να κρύβεσαι. Έως τότε, μένει να σε πυροβολώ με ενθουσιασμό, να σε μελετάω σαν τις αγίες γραφές, να ανάβω λιβάνια για να σε προσέχει ο θεός και να κάνω τάματα για την αγάπη σου. Είναι όλα μαζί ένας έρωτας που μοιάζει ανελέητα ρεαλιστικός και ταυτόχρονα δεν έχουν τελειοποιηθεί τόσο οι τέχνες μας ώστε να μη μείνει ουτοπικός. Να μου παίζεις μουσικές κι υπόσχομαι να σε περιμένω στον πάτο ενός τούρκικου καφέ που μαγαρίστηκε από κάποιο δάχτυλο για να γίνει πραγματικότητα η ευχή μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου