Μια ακόμα νύχτα [19/5/2023]

 Προεκλογικές συγκεντρώσεις, υπάρχει μια υπόκωφη ελπίδα που θέλει να αρθεί πάνω από τα λόγια, τα πλήθη, τις σημαίες και τα φώτα. Κι είναι και η Νία που θέλει μια μέρα να χαλάσει ένα πενηντάρικο και να μπει σε όλα τα λεωφορεία που πάνε στα χωριά γύρω από την πόλη. Στην Κρήνη, στην Άρλα, στην Παναγιά (όλο και κάποια Παναγιά θα έχει η Αχαΐα). Και δεν έχουν μείνει λόγια σε αυτή τη μεταιχμιακή στιγμή κι αν έχουν μείνει, δεν ξέρουμε ποιος τα έχει και τι τα κάνει. Σαν κάποιος να μας τα πήρε από το στόμα. Κι ο θυμός ξεθυμασμένος και τα τραγούδια ατραγούδιστα. Κι είναι άνοιξη που θυμίζει φθινόπωρο. Κι είναι πάντα η νύχτα σ' αυτή την πόλη που τα σώζει όλα. Τόσο ποιητικά σχεδόν φοιτητικά. Με όλους εκείνους που φοβούνται μην ξημερώσει γρήγορα, κι όλους τους άλλους που η νύχτα τους πέφτει βαριά. 

Μα το καλό υλικό της νύχτας είναι χρήσιμο στους ερωτευμένους και τους λογοτέχνες. Αστροφώτιστο, έτοιμο να το χαρακτηρίσουν όπως τους βολεύει. Κανείς δεν μουτσουτσουνιάζει τη νύχτα, όλοι κάνουν σαρμάκο στο νέο φεγγάρι που ήρθε και τους μήνυσαν πως θα ταραχτεί η γης, από μέσα ή απ' έξω κι ο τρόμος δεν είναι κίνηση. Και τα βράδια, για δυο στιγμές παραπάνω. Για λίγα δευτερόλεπτο εργάτες, αγρότες, φοιτητές, λογοτέχνες και ερωτευμένοι προλαβαίνουν να βρουν τη δική τους Ιθάκη. Το δικό τους Παρίσι που πάντα θα τους περιμένει σαν τον τόπο της επαγγελίας. 

Γατιά, σκυλιά, πουλιά και ψάρια στέκουν δίπλα μας σα να υφαίνουν ένα πέπλο απομόνωσης προκειμένου να μας δώσουν μια σταγόνα παραδείσου, μια σπιθαμή παράδοσης στο χάος. Μας παραστέκουν πιότερο. Νιώθοντας, πως αλλιώς; Την κούραση μας από τον πόλεμο. Ανεμίζουν νωχελικά τις ουρές τους, κουρνιάζουν και αγαπούν στα μούτρα μας μπροστά, στα επιτεύγματα μας, στις προεκλογικές μας και μη συγκεντρώσεις. Και τελικά οι λογοτέχνες τα εκτιμούν πιότερο κάποτε κι από τον έρωτα. Κι ο έρωτας δε τα αφορά και τούτο τα οδηγεί σε μια ευδαιμονία. Μιας και για όλα φροντίστηκαν τα παιδιά του παραδείσου!

Κι ο Χρόνης ξεκουράζεται στη ζεστή κοιλιά της Τσίκας που απόψε θα κοιμηθούν μαζί. Η ανοιξιάτικη κουβέρτα μου πέφτει βαριά και η καρδιά μου ανάλαφρη θέλει να πετάξει. Όχι ψηλά, μακριά και για λίγη ώρα. Να περάσει τα βράχια, να βγει από το λιμάνι, να βρει τους ποιητές και τους ερωτευμένους κι έπειτα να βρει μιαν άκρη σε αυτή τη ζεστή κοιλιά και να ξεκουραστεί. Ή ακόμα καλύτερα στο μικρό λαιμό, χωρίς έγνοιες, χωρίς λαθεμένους ισχυρισμούς και παράπονα. Εκεί σε αυτό το μικρό λαιμό η νύχτα, η λογοτεχνία κι ένα τσιγάρο. Για τώρα, για πάντα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις