Δεύτερα μη επαφής με την πραγματικότητα [περσινό]

"το τέλος της παρέλασης"

   Το βρήμα σημειωμένο κάπου. Όχι κάπου τυχαία. Σε ένα από εκείνα τα αδιάφορα δώρα. Αδιάφορα όχι ως προς την εμφάνιση ή τη χρησιμότητα τους. Αδιάφορα ως προς το ότι έφτασαν σε εμάς από χέρια που ξέραμε λίγο έως καθόλου ή χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Κάτι μεταξύ κοινωνικής ευγένειας και μιας στιγμής που ζει ο άλλος αλλά σπάνια ξέρουμε ή καταλαβαίνουμε το κίνητρο του. Γενικά πάντως ο αποστολέας τούτου του δώρου πήρε τη μνεία της ανάλυσης που χρωστούσα, ας είναι καλά! Κάποτε θα ήξερα ή μάλλον θα μπορούσα να μαντέψω τα κίνητρα της πράξης του. Σήμερα, κινούμενη πιο πολύ από ποτέ στην αμφισβήτηση προσπαθώ να συγκρατώ την εκνευριστική ροή της σκέψης μου.
   Δεν υπήρξε θέμα πριν δω γραμμένη αυτή τη φράση. "Το τέλος της παρέλασης". Ίσως υπάρχει κάποια ταινία που θέλησα να δω με αυτό τον τίτλο και είτε ξεχάστηκε γραμμένη σε αυτό το κόκκινο σημειωματάριο είτε την είδα και δεν άφησε ψεγάδι στο ήδη κουρασμένο μου  μυαλό. Δεν υπάρχει αρνητική ενέργεια στις πρώτες εικόνες που ήρθαν στο μυαλό μου με το "τέλος της παρέλασης". Λέξεις όπως τέλος και παρελαύνω, σαν υπάρχουν μαζί μόνο φως μπορεί να έρχεται.
   Στα φθινοπωρινά πρωϊνά χωρίς συννεφιά, το φως φτάνει πιο έντονο γιατί η δροσιά οξύνει την ικανότητα, τη διαύγεια του φωτός ή τη δική μας. Εμείς οι παρατηρητές. Οι εντός και εκτός παρέλασης, μιας ζωής που δεν ήταν δική μας μα η ζωή που κατέγραφε η κάμερα. Ή ήταν η ζωή που φτιάξαμε και με σιγουριά την ακολούθησε μια κάμερα. Σε μικρά, φρικτά ή φωτεινά φλας μπακ ενωθήκαμε και διαλυθήκαμε στο φως. Μικρά σωματίδια αστερόσκονης. Μικροί ρομαντικοί ήρωες που έμαθαν να αναπνέουν στο τέλος του ταξιδιού. Ακούραστοι μέσα στην κούραση τους και αποπνικτικά ντυμένοι μέσα στη γύμνια τους. Εμείς που δεν ποθήσαμε τίποτα άλλο παρά έναν μεγάλο ουρανό να κρυφτούμε στην αγκαλιά του και να βρεθούμε κάπου ενωμένοι, με ολοκληρωμένες ανάσες, ήπια ροή αίματος και θερμοί σαν τον ήλιο που στεγνώνει την υγρασία και σπάει το κρύο.
   Χειμώνες ονειρευόμενοι τη φυγή και καλοκαίρια ονειρευόμενοι τον προορισμό. Το σπίτι, τη θέρμη, την ακούραστη στάση. Σαν τη στιγμή που μένεις μπροστά από μια εικόνα ή στη λήξη ή στη μέση ενός ποιήματος θαμπωμένος από το πόσο μοναδική είναι η στιγμή της σύλληψης της ομορφιάς.
   Συγυρίσαμε την καθημερινότητα, κι άλλοτε την αφήσαμε να πνίγεται κι ας υπήρχε χέρι να την βοηθήσει. Δεν υπήρξε θέληση, δεν υπήρξε λόγος κι αν υπήρχε δεν ήταν ορατός, δεν ήταν ικανός να γεμίσει με θάρρος το μυαλό για να το κάνει να δώσει τις κατάλληλες εντολές. Τι χειμώνας βρε καρδιά μου;! Θα απευθύνομαι πάντα σε σένα σαν τη μόνη ασυμβίβαστη φιγούρα σε τούτο το όλον. Σαν...
   Συμβιβάζομαι εγώ, τόσο όσο χρειάζεται κάθε φορά εμπνεόμενη από τη δική σου ελευθερία. Καθησυχάζομαι ότι καλύπτεις όσα εγκαταλείπω. Πιάνεις όσα με εγκαταλείπουν και βουλιάζουμε αργά σε ένα σύννεφο πληρότητας. Το δικό μας άπιαστο είναι το σύγχρονο θαύμα μας, είναι το κορυφαίο εγώ και συνειδητό εμείς. Μας καθορίζει με κάθε φυσική και τενχική άδεια που εξασφάλισε και μόνο λόγο της ύπαρξης του.
   Ένα τσουβάλι άνθρωποι, που μαρτύρησαν, στεκόμενοι δυο στιγμές παραπάνω σε έναν χειμώνα ψεύτη. Ψεύτη και υποκριτή, ανίκανο να πείσει και τον εαυτό του ότι υπάρχει με σάρκα και οστά. Οστά που έσπασαν και κολλήθηκαν πολλές φορές ξανά, σάρκες που κόλλησαν η μια πάνω στην άλλη με τρόπο βίαιο και βιαστικό ξέροντας πως ο χειμώνας είναι ψέμα και ο χρόνος τρέχει γρήγορα. Είχα από παιδί μια αδυναμία στις παρομοιώσεις. Λειτουργούσαν σαν εργαλείο. Εργαλείο απλοποίησης μιας σκέψης μελανά πολύπλοκης. Μια σκέψη που βυθιζόταν ανα τακτά χρονικά διαστήματα σε ένα βυθό πιο σκοτεινό κι από τα πένθιμα ρούχα, πιο παραπονιάρικο κι από παιδί, πιο τετριμμένο κι από σαπουνόπερα, πιο γοητευτικό κι από τα μάτια σου σαν έκλαιγες σε κείνο το ερωτικό ημίφως. Υπάρχει σε κείνο το βυθο μια γλυκιά διάθεση λόγων και έργων που κάποιος έχει σφραγίσει. Λες και η ποίηση μας μαύρισε τα άνθη, λιγόστεψε τις περιγραφές και έκανε κυνικούς τους λυρισμούς μας. Σαν να κρατήσαμε ολάνθιστα ποιήματα που αντί για χρώματα ξέρασαν χολή. Κι αντί για άρωμα, βρωμιά που αναδύεται από τάφο. Τούτος ο χειμώνας ήταν χέρια. Χέρια που απλώθηκαν και μαζεύτηκαν, χέρια που τάχα απλώθηκαν και χέρια που απλώθηκαν, μαζεύτηκαν και άνοιξαν πάλι διάπλατα. Μια συνεχής εναλλαγή καρπών, δαχτύλων, αγγιγμάτων και χειρονομιών. Στριμένων τσιγάρων που μετέωρα στάθηκαν στα χείλη κάποιου και δυο δάχτυλα τα αφαίρεσαν με μόνο σκοπό να νιώσουν την υφή των χειλιών.
   Είναι αυτές οι απειροελάχιστες λεπτομέρειες που αναιρούν όλους τους νόμους και στήνουν τα πιο μεγάλα σκοτάδια. Υφαίνουν τους πόνους και τους αφήνουν να κάθονται στο κάτω μέρος μιας δυσαρεστημένης κοιλιάς που καμιά φορά επιτρέπει στην αναπνοή να φτάνει εκεί και να τους δροσίζει. Με άγχη και δάκρυα.
   Ένας χειμώνας που δεν ήταν βαρύς μα σαν ψύχος κοφτερό μας ακρωτηρίασε σχεδόν ολοκληρωτικά. Δεν προλάβαμε να δούμε γιατρό, ο ήλιος πιο αμείλικτος κι απ' το ψύχος ήρθε να κάψει τις πληγές κι απομείναμε ένα φθινόπωρο να ξύνουμε τις πληγές, να παίζουμε με τα καύκαλα και να ρουφάμε το τελευταίο αίμα που έχυναν τα παιδικά μας δάχτυλα. Αυτές τις πληγές φτάσαμε στο σημείο να νοσταλγήσουμε, -πιο προφανή ψέματα. Πιο κάλπικα κέρματα. Μικρά που φάνταζαν ολοκληρωτικά πιο ανθρώπινα και σπλαχνικά. Ίσως, γιατί εμείς λιγότερο ζωντανοί και αληθινοί μπήκαμε σε αυτά, ενώ σε τούτα τα φρέσκα αλλάξαμε δέρμα και αφού φορέσαμε τις ταπετσαρίες της ύπαρξης μας πετύχαμε να δούμε το ψέμα. Τόσος κόπος ξανά για ένα ψέμα. Κι έπειτα έμεινα σε μια γωνιά να πιστεύω πως το μόνο αληθινό είναι το ψέμα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις