30/06/2014

Φθινοπώριασε, βρέχει, ντυθήκαμε. Μετά από τόσες στιγμές γυμνοί, ντυθήκαμε. Σε έντυσα όπως με έγδυσες. Ντύθηκα μόνη, δύσκολα πείθεις μια γυναίκα να φορέσει άλλα. Έβγαλα το πράσινο μαντήλι που γυάλιζε στο φως του ήλιου και χήρευσα. Δε θα έλαμπα πια μετά από αυτό. Ο χειμώνας έθαβε όσους υπήρξαν γυμνοί μιαν εποχή. Ένας ήλιος ψεύτης κι ενώ είχα ντυθεί με τα μαύρα μου ρούχα σε έφερε στο δρόμο. Χαμογελούσες και τα 'χα όλα. Το μαύρο απ' τα ρούχα μου, άσπριζε, γινόταν η σάρκα που σου άνηκε όσες εποχές κι αν είχαν περάσει. Αστειεύτηκες με το μαύρο μου και το καμες πάλι πράσινο με λάμψεις. Δε μπόρεσα ν' αρθρώσω λέξη. Υποτελής της μεγάλης σου κατάκτησης, δέχτηκα ότι άνηκα. Εσύ είχες εμπιστευτεί στα χέρια μου και στη μήτρα μου ένα σώμα να θάψω σαν ποτέ το βρει ο θάνατος. Ήδη ήξερα κάτω από ποια σκιά, ποιανού δέντρου θα ξεκουραζόσουν κι έτσι υπάκουσα. Στο μαύρο που γινόταν πάλι πράσινο, στο χακί που ξεσκίζει το λαρύγγι μου και ρουφάει τα βογκητά. Αναμετρηθήκαμε για λίγες στιγμές και μ' άφησες να κερδίσω με έναν τρόπο τέτοιο που δεν ήξερα ποιος νιώθει περήφανος για ποιον. Έβρεξες τα αφυδατωμένα μου χείλη με ένα φιλί κι όταν επανήλθα σε αυτόν τον κόσμο, μιαν αναλαμπή διαφώτισε τον υπνωτισμένο μου νου. Ο χειμώνας έθαβε όσους υπήρξαν γυμνοί μιαν εποχή. Κι οι άνθρωποι έθαβαν όσους λατρεύτηκαν ερωτευμένοι αιώνια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις