Α3. [04/01/2013]


Ώρες ώρες.
Σκέφτομαι,
Πόσο γυμνό είναι το τίποτα
μπροστά μας.

Φέρνω στη μνήμη μου,
όχι συχνά.
Τα γερασμένα σου μάτια,
τις ιστορίες που δε θα μου πεις.
Τα χείλη σου.
Άλλοτε κρατούν ένα τσιγάρο.
Άλλοτε όχι.

Κοιτάζω.
Σχεδόν με δέος τον ψηλό, λευκό λαιμό σου.
Θέλω να του σκίσω ένα κομμάτι,
ή να τον φιλώ σαν προσκυνητής.
Κι ύστερα.
Να καταλαγιάζω.
Στο στέρνο σου.
Σαν τρελή καταιγίδα που ηρεμεί,
για λίγο.
Ίσα που να ξυπνήσει πάλι.
Και να θεριέψει.

Κάπου.
Σπάνια.
Ακούω τη φωνή σου.
Ριγιάζει.
Το σώμα μου.
Πήζει το στήθος μου,
από λαχτάρα και χαρά.

Σ' ονειρεύομαι-ξύπνια πια.
Να πλησιάζεις.
Να με αποκλείσεις από τον κόσμο.
Να με σφραγίζεις.
Για πάντα μέσα στην καρδιά σου,
μέσω των χεριών σου.

Τις νύχτες
παίρνω το σχήμα του κορμιού σου.
Φαντάζομαι.
Με μάτια κλειστά.
Την άρνηση μου να τα κλείσω
σαν...
ποτέ...
να ΄σαι εκεί κοντά μου.

Αργότερα έρχεται ο ύπνος.
Σε αποκλείει και με παίρνει.
Ζω για τη στιγμή που θα τον νικήσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις